διαχεομένων

διαχεομένων
διαχέω
pour different ways
pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
διαχέω
pour different ways
pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
διαχέω
pour different ways
pres part mp fem gen pl
διαχέω
pour different ways
pres part mp masc/neut gen pl
διᾱχεομένων , διηχέω
ring with
pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
διᾱχεομένων , διηχέω
ring with
pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”